σπουδαιότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σπουδαιότης | αἱ | σπουδαιότητες |
| γενική | τῆς | σπουδαιότητος | τῶν | σπουδαιοτήτων |
| δοτική | τῇ | σπουδαιότητῐ | ταῖς | σπουδαιότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σπουδαιότητᾰ | τὰς | σπουδαιότητᾰς |
| κλητική ὦ! | σπουδαιότης | σπουδαιότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδαιότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπουδαιοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπουδαιότης < σπουδαῖο(ς) + -της
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπουδή
Πηγές
- σπουδαιότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.