σπουδάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπουδάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπουδάζω (ανάλογη σημασία) < αρχαία ελληνική σπουδάζω (επείγομαι, βιάζομαι) < σπουδή

Προφορά

ΔΦΑ : /spuˈða.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπουδάζω

Ρήμα

σπουδάζω, αόρ.: σπούδασα, παθ.φωνή: σπουδάζομαι, π.αόρ.: σπουδάστηκα, μτχ.π.π.: σπουδασμένος/σπουδαγμένος

  1. (αμετάβατο) (είμαι σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανάλογο ίδρυμα και) μελετώ με τρόπο συστηματικό και ολοκληρωμένο ένα θέμα, μια επιστήμη κ.λπ.
  2. (μεταβατικό) εξασφαλίζω σε κάποιον τα απαραίτητα για τις σπουδές του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σπουδάζω < σπουδ(ή) + -άζω

Ρήμα

σπουδάζω

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.