opus

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

opus έργο από το οποίο και όπερα, τείχισμα, οχύρωμα, τεχνούργημα, πόνημα, σύγγραμμα

Ομώνυμα / Ομόηχα

  • opus ως άκλιτο χρεία, ανάγκη «opus est argenti» υπάρχει ανάγκη χρημάτων.

εκφράσεις

«opus opere et natura munitus» , τέχνη και φύσει οχυρός


Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

opus (en) ή Op.

  1. έργο



Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
opus opus

Ουσιαστικό

opus (fr) αρσενικό

  1. το έργο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.