σπουδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σπουδαῖος | ἡ | σπουδαίᾱ | τὸ | σπουδαῖον |
| γενική | τοῦ | σπουδαίου | τῆς | σπουδαίᾱς | τοῦ | σπουδαίου |
| δοτική | τῷ | σπουδαίῳ | τῇ | σπουδαίᾳ | τῷ | σπουδαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | σπουδαῖον | τὴν | σπουδαίᾱν | τὸ | σπουδαῖον |
| κλητική ὦ! | σπουδαῖε | σπουδαίᾱ | σπουδαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σπουδαῖοι | αἱ | σπουδαῖαι | τὰ | σπουδαῖᾰ |
| γενική | τῶν | σπουδαίων | τῶν | σπουδαίων | τῶν | σπουδαίων |
| δοτική | τοῖς | σπουδαίοις | ταῖς | σπουδαίαις | τοῖς | σπουδαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | σπουδαίους | τὰς | σπουδαίᾱς | τὰ | σπουδαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | σπουδαῖοι | σπουδαῖαι | σπουδαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδαίω | τὼ | σπουδαίᾱ | τὼ | σπουδαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | σπουδαίοιν | τοῖν | σπουδαίαιν | τοῖν | σπουδαίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σπουδαῖος, -α, ον
- βιαστικός
- πρόθυμος
- σημαντικός, σοβαρός, αξιοσημείωτος, σπουδαίος
- ※ ἐστὶν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν Αριστοτέλης
Πηγές
- σπουδαῖος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σπουδαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπουδαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.