βιασύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιασύνη οι βιασύνες
      γενική της βιασύνης των (βιασυνών)
    αιτιατική τη βιασύνη τις βιασύνες
     κλητική βιασύνη βιασύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιασύνη < επέκταση του βιάσ(η) κατά τα θηλυκά σε -(ο)σύνη[1] Δείτε και βία

Προφορά

ΔΦΑ : /vʝaˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βιασύνη

Ουσιαστικό

βιασύνη θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βιάζεται
  • το να εκτελεί κανείς μια ενέργεια βιαστικά, πολύ γρήγορα, επειδή δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.