προσχέδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσχέδιο | τα | προσχέδια |
| γενική | του | προσχεδίου & προσχέδιου |
των | προσχεδίων |
| αιτιατική | το | προσχέδιο | τα | προσχέδια |
| κλητική | προσχέδιο | προσχέδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσχέδιο < προ- + σχέδιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική avant-projet[1] [2] ή τη γαλλική esquisse[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈsçe.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σχέ‐δι‐ο
Ουσιαστικό
προσχέδιο ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- προσχέδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσχέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.