εκδηλώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκδηλώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω

Ρήμα

εκδηλώνομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω
  2. (ειδικότερα) κάνω φανερή κάποια κρυφή ιδιότητά μου ή τοποθέτηση σε ένα θέμα
  3. (ειδικότερα) ξεσπώ, αρχίζω ξαφνικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.