εκδηλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκδηλώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω
Ρήμα
εκδηλώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκδηλώνω
- (ειδικότερα) κάνω φανερή κάποια κρυφή ιδιότητά μου ή τοποθέτηση σε ένα θέμα
- (ειδικότερα) ξεσπώ, αρχίζω ξαφνικά
Μεταφράσεις
εκδηλώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.