αβρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβρός η αβρή το αβρό
      γενική του αβρού της αβρής του αβρού
    αιτιατική τον αβρό την αβρή το αβρό
     κλητική αβρέ αβρή αβρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβροί οι αβρές τα αβρά
      γενική των αβρών των αβρών των αβρών
    αιτιατική τους αβρούς τις αβρές τα αβρά
     κλητική αβροί αβρές αβρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁβρός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβρός

Επίθετο

αβρός -ή -ό

  1. απαλός, μαλακός
  2. ευγενικός, με λεπτούς τρόπους
  3. χαριτωμένος, όμορφος
  4. (για πράγματα) λαμπρός, «αβρόν στέφανον» (Πίνδαρος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.