σιγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγή οι σιγές
      γενική της σιγής των σιγών
    αιτιατική τη σιγή τις σιγές
     κλητική σιγή σιγές
Ο πληθυντικός, σπάνιος, ποιητικός.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιγή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγή

Ουσιαστικό

σιγή θηλυκό

  • η έλλειψη ήχου ή θορύβου
      ...ανάγνωσε τα ονόματα των θυμάτων... και ακολούθησε ενός λεπτού σιγή (εφημερίδα Το Βήμα, 17 Νοεμβρίου 2009)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • επικρατεί απόλυτη σιγή
  • ένοχη σιγή
  • (τηρώ) ενός λεπτού σιγή
  • νεκρική σιγή, βλ. νεκρική σιωπή
  • σιγή ασυρμάτου
  • σιγή ιχθύος

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σιγ- 

Σύνθετα

  • σιγο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σιγο- στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σῑγα-
ονομαστική σιγή αἱ σιγαί
      γενική τῆς σιγῆς τῶν σιγῶν
      δοτική τῇ σιγ ταῖς σιγαῖς
    αιτιατική τὴν σιγήν τὰς σιγᾱ́ς
     κλητική ! σιγή σιγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σιγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σιγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγή, ήδη ομηρικό < επίρρημα σῖγα (σιωπηλά) < πιθανόν μέσω του επιρρήματος με δοτική σιγῇ < σκοτεινής αβέβαιης ετυμολογίας.[1]


ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
σιγ- 

σῖγα και

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.