σιγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιγή | οι | σιγές |
| γενική | της | σιγής | των | σιγών |
| αιτιατική | τη | σιγή | τις | σιγές |
| κλητική | σιγή | σιγές | ||
| Ο πληθυντικός, σπάνιος, ποιητικός. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιγή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γή
Ουσιαστικό
σιγή θηλυκό
Εκφράσεις
- επικρατεί απόλυτη σιγή
- ένοχη σιγή
- (τηρώ) ενός λεπτού σιγή
- νεκρική σιγή, βλ. νεκρική σιωπή
- σιγή ασυρμάτου
- σιγή ιχθύος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σιγ-
σιγ-
Αναφορές
- σιγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σιγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'σιγή'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σῑγα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | σιγή | αἱ | σιγαί | |
| γενική | τῆς | σιγῆς | τῶν | σιγῶν | |
| δοτική | τῇ | σιγῇ | ταῖς | σιγαῖς | |
| αιτιατική | τὴν | σιγήν | τὰς | σιγᾱ́ς | |
| κλητική ὦ! | σιγή | σιγαί | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σιγᾱ́ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σιγαῖν | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- σιγή, ήδη ομηρικό < επίρρημα σῖγα (σιωπηλά) < πιθανόν μέσω του επιρρήματος με δοτική σιγῇ < σκοτεινής αβέβαιης ετυμολογίας.[1]
→ ζητούμενο λήμμα
Εκφράσεις
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σιγ-
σιγ-
σῖγα και
- ἀποσίγησις
- ἀσιγησία
- ἀσίγητος
- κατασιγαίνω
- κατασιγαστικός
- σιγά
- σιγάζω & συγγενικά
- σιγαλόω & συγγενικά
- σιγάς
- σιγᾶς
- σιγάω
- σιγηλός
- σιγηρός
- σιγητέον
- σιγητέος
- σιγητής
- σιγητικός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σιγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.