σιγο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιγο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιγο- < θέμα του επιρρήματος σιγ(ά) + -ο-

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγο-

Πρόθημα

σιγο-

Συνώνυμα

  • σιγανο-

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα σιγο- στο Βικιλεξικό

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σιγο- < θέμα του επιρρήματος σιγ(ά) + -ο-

Πρόθημα

σιγο-, σιγό-

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις σιγή και σιγός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.