σιγανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιγανός | η | σιγανή | το | σιγανό |
| γενική | του | σιγανού | της | σιγανής | του | σιγανού |
| αιτιατική | τον | σιγανό | τη | σιγανή | το | σιγανό |
| κλητική | σιγανέ | σιγανή | σιγανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιγανοί | οι | σιγανές | τα | σιγανά |
| γενική | των | σιγανών | των | σιγανών | των | σιγανών |
| αιτιατική | τους | σιγανούς | τις | σιγανές | τα | σιγανά |
| κλητική | σιγανοί | σιγανές | σιγανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σιγανός, -ή, -ό
Εκφράσεις
- τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι: οι άνθρωποι που εξωτερικά είναι ήρεμοι και χαμηλών τόνων είναι κάποτε ικανοί για πράξεις εντυπωσιακές ή σφοδρές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.