σιγάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιγάζω < αρχαία ελληνική σιγάζω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈɣa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γά‐ζω
Ρήμα
σιγάζω, πρτ.: σίγαζα, αόρ.: σίγασα (χωρίς παθητική φωνή)
- κάνω κάποιον να μείνει ήσυχος
- ανακουφίζω, καταπραΰνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σιγάζω | σίγαζα | θα σιγάζω | να σιγάζω | σιγάζοντας | |
| β' ενικ. | σιγάζεις | σίγαζες | θα σιγάζεις | να σιγάζεις | σίγαζε | |
| γ' ενικ. | σιγάζει | σίγαζε | θα σιγάζει | να σιγάζει | ||
| α' πληθ. | σιγάζουμε | σιγάζαμε | θα σιγάζουμε | να σιγάζουμε | ||
| β' πληθ. | σιγάζετε | σιγάζατε | θα σιγάζετε | να σιγάζετε | σιγάζετε | |
| γ' πληθ. | σιγάζουν(ε) | σίγαζαν σιγάζαν(ε) |
θα σιγάζουν(ε) | να σιγάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σίγασα | θα σιγάσω | να σιγάσω | σιγάσει | ||
| β' ενικ. | σίγασες | θα σιγάσεις | να σιγάσεις | σίγασε | ||
| γ' ενικ. | σίγασε | θα σιγάσει | να σιγάσει | |||
| α' πληθ. | σιγάσαμε | θα σιγάσουμε | να σιγάσουμε | |||
| β' πληθ. | σιγάσατε | θα σιγάσετε | να σιγάσετε | σιγάστε | ||
| γ' πληθ. | σίγασαν σιγάσαν(ε) |
θα σιγάσουν(ε) | να σιγάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σιγάσει | είχα σιγάσει | θα έχω σιγάσει | να έχω σιγάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σιγάσει | είχες σιγάσει | θα έχεις σιγάσει | να έχεις σιγάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σιγάσει | είχε σιγάσει | θα έχει σιγάσει | να έχει σιγάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σιγάσει | είχαμε σιγάσει | θα έχουμε σιγάσει | να έχουμε σιγάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σιγάσει | είχατε σιγάσει | θα έχετε σιγάσει | να έχετε σιγάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σιγάσει | είχαν σιγάσει | θα έχουν σιγάσει | να έχουν σιγάσει |
| |
Μεταφράσεις
σιγάζω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σιγάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σιγάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.