σιγάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιγάζω < αρχαία ελληνική σιγάζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈɣa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγάζω

Ρήμα

σιγάζω, πρτ.: σίγαζα, αόρ.: σίγασα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κάνω κάποιον να μείνει ήσυχος
  2. ανακουφίζω, καταπραΰνω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.