σιωπηλά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
σιωπηλά < σιωπηλ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.o.piˈla/ & /sçio.piˈla/, όπως στην ποίηση: δείτε το στίχο του Σολωμού
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ω‐πη‐λός (ή σιω‐πη‐λά)
- παρώνυμο: σιωπηρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σιωπηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σιωπηλό) του σιωπηλός
- ※ ⌘ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), 4η στροφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σιωπηλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (σιωπηλόν) του σιωπηλός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.