σιγά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γά
- τονικό παρώνυμο: σίγα!
Ετυμολογία
- σιγά < μεσαιωνική ελληνική *σιγά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σιγῇ, επίρρημα (η δοτική ενικού του σιγή) με τροπή του τελικού -η σε -ά όπως τα άλλα επιρρήματα[1]
Εκφράσεις
- σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου
- σιγά να μην...
- σιγά σιγά
- σιγά τ' αβγά
- σιγά τα αίματα
- σιγά τα λάχανα
- σιγά το πράγμα
- σιγά τον πολυέλαιο
Μεταφράσεις
αργά, με μικρή ταχύτητα
Αναφορές
- σιγά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σιγά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σιγά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.