σῖγα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σῖγα < σιγή
Επίρρημα
σῖγα
- σιωπηλά, ήσυχα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1236
- πάρεσμεν· ἀλλὰ σῖγ᾽ ἔχουσα πρόσμενε.
- Ήρθα και να ᾽μαι· όμως σώπαινε τώρα και περίμενε.
- Μετάφραση (1936): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- πάρεσμεν· ἀλλὰ σῖγ᾽ ἔχουσα πρόσμενε.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 813
- τί σῖγ᾽ ἀφέρπεις;
- Τί φεύγεις έτσι αμίλητη;
- Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- Γιατί φεύγεις έτσι σιωπηλά;
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Τί φεύγεις έτσι αμίλητη;
- τί σῖγ᾽ ἀφέρπεις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 1236
- ψιθυριστά, κρυφά
Πηγές
- σῖγα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σῖγα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.