σιγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιγώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

σιγώ, πρτ.: σιγούσα, στ.μέλλ.: θα σιγήσω, αόρ.: σίγησα

  1. μένω σιωπηλός
  2. σταματώ να μιλώ
  3. παύω να κάνω θόρυβο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.