κατασιγάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατασιγάζω < αρχαία ελληνική κατασιγάζω < κατά + σιγάζω < σιγή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική faire taire[1] [2])
Ρήμα
κατασιγάζω (παθητική φωνή: κατασιγάζομαι)
Συγγενικά
- κατασίγαση
- κατασιγαστήρας
- κατασιγαστικός
- → δείτε τις λέξεις κατά, σιγάζω και σιγή
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατασιγάζω | κατασίγαζα | θα κατασιγάζω | να κατασιγάζω | κατασιγάζοντας | |
| β' ενικ. | κατασιγάζεις | κατασίγαζες | θα κατασιγάζεις | να κατασιγάζεις | κατασίγαζε | |
| γ' ενικ. | κατασιγάζει | κατασίγαζε | θα κατασιγάζει | να κατασιγάζει | ||
| α' πληθ. | κατασιγάζουμε | κατασιγάζαμε | θα κατασιγάζουμε | να κατασιγάζουμε | ||
| β' πληθ. | κατασιγάζετε | κατασιγάζατε | θα κατασιγάζετε | να κατασιγάζετε | κατασιγάζετε | |
| γ' πληθ. | κατασιγάζουν(ε) | κατασίγαζαν κατασιγάζαν(ε) |
θα κατασιγάζουν(ε) | να κατασιγάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατασίγασα | θα κατασιγάσω | να κατασιγάσω | κατασιγάσει | ||
| β' ενικ. | κατασίγασες | θα κατασιγάσεις | να κατασιγάσεις | κατασίγασε | ||
| γ' ενικ. | κατασίγασε | θα κατασιγάσει | να κατασιγάσει | |||
| α' πληθ. | κατασιγάσαμε | θα κατασιγάσουμε | να κατασιγάσουμε | |||
| β' πληθ. | κατασιγάσατε | θα κατασιγάσετε | να κατασιγάσετε | κατασιγάστε | ||
| γ' πληθ. | κατασίγασαν κατασιγάσαν(ε) |
θα κατασιγάσουν(ε) | να κατασιγάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατασιγάσει | είχα κατασιγάσει | θα έχω κατασιγάσει | να έχω κατασιγάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατασιγάσει | είχες κατασιγάσει | θα έχεις κατασιγάσει | να έχεις κατασιγάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατασιγάσει | είχε κατασιγάσει | θα έχει κατασιγάσει | να έχει κατασιγάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατασιγάσει | είχαμε κατασιγάσει | θα έχουμε κατασιγάσει | να έχουμε κατασιγάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατασιγάσει | είχατε κατασιγάσει | θα έχετε κατασιγάσει | να έχετε κατασιγάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατασιγάσει | είχαν κατασιγάσει | θα έχουν κατασιγάσει | να έχουν κατασιγάσει |
| |
Μεταφράσεις
- κατασιγάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κατασιγάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.