σιγανοπαπαδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιγανοπαπαδιά | οι | σιγανοπαπαδιές |
| γενική | της | σιγανοπαπαδιάς | των | σιγανοπαπαδιών |
| αιτιατική | τη | σιγανοπαπαδιά | τις | σιγανοπαπαδιές |
| κλητική | σιγανοπαπαδιά | σιγανοπαπαδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σιγανοπαπαδιά θηλυκό
- άντρας ή γυναίκα που υποκρίνεται ότι είναι ήσυχος/ήσυχη και πειθαρχικός/πειθαρχική ενώ δεν είναι
Συνώνυμα
- σιγανό ποτάμι
Μεταφράσεις
σιγανοπαπαδιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.