σαγήνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαγήνη | οι | σαγήνες |
| γενική | της | σαγήνης | των | σαγηνών |
| αιτιατική | τη | σαγήνη | τις | σαγήνες |
| κλητική | σαγήνη | σαγήνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαγήνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγήνη (δίχτυ ψαρέματος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈʝi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐γή‐νη
Ουσιαστικό
σαγήνη θηλυκό
- η ικανότητα που έχει κάποιος να ασκεί γοητεία κι έλξη στους άλλους
- ※ Ο χώρος, αλλιώς το δύσβατο βουνό, δαμασμένο ωστόσο οικιστικά και συγκοινωνιακά από παλιούς χρόνους, με τους κινδύνους του και τις σαγήνες αλλά και με τα καταφύγιά του και το οργανωμένο τοπικό σύστημα πληροφοριοδότησης πέτρα και δάσος, βράχοι και πλάκες, σάρες, αλλά και διάσελα, σπίτια πέτρινα και καλύβια, κήποι πεζούλες και λογγές.
- Βασίλης Αποστολόπουλος @biblionet, Επί ξυρού ακμής biblionet.gr
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σαγήνη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σαγήνη
Ουσιαστικό
σαγήνη θηλυκό
Συγγενικά
- εὐσαγήνευτος
- ἱεροσαγηνίτης
Αναφορές
- Ανώνυμος Ριμάδα περὶ Βελισαρίου,σελ.348 Wagner, Guilelmus (Wilelm) ed. (1874) Carmina Graeca medii aevi. Lipsiae: Teubner. [ling:gkm, scholia:la]
- Διήγησις Βελισαρίου - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- Πηγές του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά: Διήγησις Βελισαρίου greek-language.gr
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σαγήνη | αἱ | σαγῆναι |
| γενική | τῆς | σαγήνης | τῶν | σαγηνῶν |
| δοτική | τῇ | σαγήνῃ | ταῖς | σαγήναις |
| αιτιατική | τὴν | σαγήνην | τὰς | σαγήνᾱς |
| κλητική ὦ! | σαγήνη | σαγῆναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαγήνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σαγήναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαγήνη (ελληνιστική κοινή) < (άμεσο δάνειο) προελληνική , τεχνικός όρος σε -ήνη [1]
Ουσιαστικό
σαγήνη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Απόγονοι
σαγήνη (ελληνιστική κοινή)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: σαγήνη
- ⇘ νέα ελληνικά: σαγήνη (μόνο στη μεταφορική σημασία)
- ↷ λατινικά: sagena
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σαγήνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαγήνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.