σαγήνευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγήνευση οι σαγηνεύσεις
      γενική της σαγήνευσης* των σαγηνεύσεων
    αιτιατική τη σαγήνευση τις σαγηνεύσεις
     κλητική σαγήνευση σαγηνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαγηνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαγήνευση < (καθαρεύουσα) σαγήνευσις < σαγηνεύω -σις / -ση

Ουσιαστικό

σαγήνευση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.