γοητεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γοητεία | οι | γοητείες |
| γενική | της | γοητείας | των | γοητειών |
| αιτιατική | τη | γοητεία | τις | γοητείες |
| κλητική | γοητεία | γοητείες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γοητεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γοητεία (μαγική τέχνη) < γοητεύω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική charme ή fascinationa[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣo.iˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐η‐τεί‐α
Ουσιαστικό
γοητεία θηλυκό
- η ιδιαίτερη δύναμη που έχει η ακτινοβολία και η χάρη της ομορφιάς ενός προσώπου και η έλξη που προκαλεί
- (συνεκδοχικά) κάθε χαρακτηριστικό που έχει την προηγούμενη δύναμη
- πράξη που δεν εξηγείται λογικά και επηρεάζει τη θέληση των άλλων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γοητεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.