υμένας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υμένας | οι | υμένες |
| γενική | του | υμένα | των | υμένων |
| αιτιατική | τον | υμένα | τους | υμένες |
| κλητική | υμένα | υμένες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υμένας < αρχαία ελληνική ὑμήν
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.