σαγηνευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαγηνευτής | οι | σαγηνευτές |
| γενική | του | σαγηνευτή | των | σαγηνευτών |
| αιτιατική | τον | σαγηνευτή | τους | σαγηνευτές |
| κλητική | σαγηνευτή | σαγηνευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
σαγηνευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.