σαγηνευτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
σαγηνευτικά
<
σαγηνευτικός
Επίρρημα
σαγηνευτικά
κατά τρόπο που
σαγηνεύει
Μεταφράσεις
σαγηνευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σαγηνευτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
σαγηνευτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.