σαγηνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαγηνεύω < αρχαία ελληνική σαγηνεύω < σαγήνη

Ρήμα

σαγηνεύω

  • θέλγω, γοητεύω, μαγεύω, ξελογιάζω
    • Ο ίδιος χάζευε το όργωμα, τα βόδια ή τ' άλογα που έσερναν πίσω τους το ξύλινο αλέτρι και αυλάκωναν το χώμα· το συγκεκριμένο θέαμα τον σαγήνευε και τον συγκινούσε. (*)
    • Με την ομορφιά της σαγήνεψε τον έρωτα προκαλώντας τη ζηλοτυπία της Αφροδίτης, με την βοήθεια του Ζέφυρου μεταφέρθηκε σε μια ανθισμένη κοιλάδα, όπου σε ένα ονειρικό ανάκτορο συναντούσε κάθε βράδυ τον εραστή της, τον οποίο δεν έπρεπε όμως να δει. (*)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σαγηνεύω < σαγήνη

Ρήμα

σαγηνεύω

  1. ψαρεύω με σαγήνη
  2. (μεταφορικά) αιχμαλωτίζω, παγιδεύω
  3. (κατ’ επέκταση) διώχνω τους ανθρώπους, ερημώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.