σάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σάρα | οι | σάρες |
| γενική | της | σάρας | — | |
| αιτιατική | τη | σάρα | τις | σάρες |
| κλητική | σάρα | σάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σάρα < σαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνική ελληνική σαρώνω < αρχαία ελληνική σαρόω / σαρῶ
Ουσιαστικό
σάρα θηλυκό
- οτιδήποτε θεωρείται άχρηστο και απορριπτέο
- (μειωτικό) (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή πλήθους ανθρώπων που, συγκεντρωμένοι σ’ έναν τόπο, θορυβούν ή έχουν ετερόκλητη προέλευση (ενδεχομένως ανήκουν στον υπόκοσμο)
- απότομη ανηφόρα ή πλαγιά με χαλίκια ή πέτρες, στην οποία δυσκολευόμαστε ν’ ανέβουμε, επειδή γλιστράμε
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σαρώνω
Εκφράσεις
- η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα: (μειωτικό) (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός ενός πλήθους ανεπιθύμητων ενοχλητικών ανθρώπων που συναντά κάποιος ή πρόκειται να συναντήσει
Μεταφράσεις
σάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.