αντιτάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιτάσσομαι < παθητική φωνή του αντιτάσσω
Ρήμα
αντιτάσσομαι
- εκδηλώνω έντονη διαφωνία, παίρνω εχθρική στάση, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι με λόγια ή έργα
- Σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάσσεται στο σχέδιο νόμου για την παιδεία.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.