προσανατολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσανατολισμένος | η | προσανατολισμένη | το | προσανατολισμένο |
| γενική | του | προσανατολισμένου | της | προσανατολισμένης | του | προσανατολισμένου |
| αιτιατική | τον | προσανατολισμένο | την | προσανατολισμένη | το | προσανατολισμένο |
| κλητική | προσανατολισμένε | προσανατολισμένη | προσανατολισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσανατολισμένοι | οι | προσανατολισμένες | τα | προσανατολισμένα |
| γενική | των | προσανατολισμένων | των | προσανατολισμένων | των | προσανατολισμένων |
| αιτιατική | τους | προσανατολισμένους | τις | προσανατολισμένες | τα | προσανατολισμένα |
| κλητική | προσανατολισμένοι | προσανατολισμένες | προσανατολισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσανατολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσανατολίζω
Μεταφράσεις
προσανατολισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.