πώρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πώρωση | οι | πωρώσεις |
| γενική | της | πώρωσης* | των | πωρώσεων |
| αιτιατική | την | πώρωση | τις | πωρώσεις |
| κλητική | πώρωση | πωρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πωρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πώρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πώρω(σις) + -ση < πωρόω / πωρῶ < πῶρος (ουσία των δοντιών, των οστών)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpo.ɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πώ‐ρω‐ση
Ουσιαστικό
πώρωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του πωρώνω
- η μετατροπή κάποιου σε αναίσθητο ως προς ζητήματα ηθικής, ηθική αναισθησία
- η συναισθηματική ένδεια
- (οικείο) φανατισμός, πάθος, κόλλημα και (συνεκδοχικά) το αντικείμενο του πάθους ή του φανατισμού
- (ιατρική) η δημιουργία πώρου στην προσπάθεια αποκατάστασης ενός οστού που έχει σπάσει
Μεταφράσεις
πώρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.