ξενέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξενέρωμα | τα | ξενερώματα |
| γενική | του | ξενερώματος | των | ξενερωμάτων |
| αιτιατική | το | ξενέρωμα | τα | ξενερώματα |
| κλητική | ξενέρωμα | ξενερώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξενέρωμα < ξενερ(ώνω) + -μα
Ουσιαστικό
ξενέρωμα ουδέτερο
- (σπάνιο) (κυριολεκτικά) προσθήκη νερού σε κρασί
- (σπάνιο) ξεμέθυσμα (με πόση αρκετού νερού, συνήθως ολοκληρώνεται μετά από ύπνο)
- μεταστροφή θετικής γνώμης συνήθως λόγω δυσαρέσκειας
- παύση θετικού κλίματος (εκλαμβανόμενου συναισθηματικά) συνήθως με μεταστροφή σε αρνητικό
Μεταφράσεις
ξενέρωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.