πωρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πωρώνω < ελληνιστική κοινή πωρόω / πωρῶ (1η σημασία) < αρχαία ελληνική πωρόω / πωρῶ < πῶρος

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πωρώνω

Ρήμα

πωρώνω, αόρ.: πώρωσα, παθ.φωνή: πωρώνομαι, π.αόρ.: πωρώθηκα, μτχ.π.π.: πωρωμένος

  1. μετατρέπω κάποιον σε αναίσθητο ως προς ζητήματα ηθικής, του προκαλώ ηθική αναισθησία
     συνώνυμα: εξαχρειώνω
  2. προκαλώ συναισθηματική ένδεια
  3. (οικείο) φανατίζω, παθιάζω
     συνώνυμα: (λόγιο) ενθουσιάζω, εκστασιάζω
     αντώνυμα: (ξενερώνω)
  4. (ιατρική) (συνήθως ο τύπος πωρώνεται) δημιουργώ πώρο στην προσπάθεια αποκατάστασης ενός οστού που έχει σπάσει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.