πωρόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πωρόλιθος | οι | πωρόλιθοι |
| γενική | του | πωρόλιθου & πωρολίθου |
των | πωρόλιθων & πωρολίθων |
| αιτιατική | τον | πωρόλιθο | τους | πωρόλιθους & πωρολίθους |
| κλητική | πωρόλιθε | πωρόλιθοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πωρόλιθος αρσενικό
- (γεωλογία) είδος πορώδους ασβεστολιθικού πετρώματος, που χρησιμοποιείται στην οικοδομική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.