σπάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπάω < αρχαία ελληνική σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sp(h)ei- (τραβώ)

Ρήμα

σπάω

(μεταβατικό)

  1. προκαλώ το διαχωρισμό ενός αντικειμένου σε δύο ή περισσότερα κομμάτια εφαρμόζοντας δύναμη
    έσπασα δυο ποτήρια καθώς μετέφερα το δίσκο
  2. (μεταφορικά) προκαλώ ένα ρήγμα σε ένα σύνολο
    στήθηκε ένας απεργοσπαστικός μηχανισμός για να σπάσει την απεργία
  3. (μεταφορικά) βάζω τέλος σε μια κατάσταση
    σπάω τη σιωπή
  4. (για ρεκόρ) καταρρίπτω
  5. (μεταβατικό) ξεπερνάω ένα όριο
    σπάω το φράγμα του ήχου

(αμετάβατο)

  1. διαχωρίζομαι σε δύο ή περισσότερα τμήματα με την επενέργεια εξωτερικής δύναμης
    το ποτήρι έπεσε κάτω και έσπασε
  2. (μεταφορικά) υφίσταμαι ένα ρήγμα
    η απεργία δεν έσπασε παρά τις επιθέσεις που δέχτηκε από τον τύπο
  3. (αργκό) φεύγω

Εκφράσεις

  • τη σπάω σε (κάποιον): ενοχλώ κάποιον, με τις ενέργειες ή τα σχόλια μου τον κάνω να αισθανθεί άβολα δείτε την έκφραση: μου τη δίνει
    μου την έσπασε μ' αυτά που είπε
  • σπάνε τα νερά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

σπάω, συνηρημένο: σπῶ

  1. βγάζω (π.χ. το ξίφος από τη θήκη του), τραβώ, αποσπώ
  2. προχωρώ μπροστά
  3. μαδώ
  4. ξεσκίζω
  5. παρασύρω
  6. ρουφώ
  7. αντλώ

Συγγενικά

Σύνθετα

  • ἀνασπάω
  • ἀντισπάω
  • ἀποσπάω
  • διασπάω
  • ἐκσπάω
  • ἐπισπάω
  • κατασπάω
  • μετασπάω
  • παρασπάω
  • περισπάω
  • συσπάω
  • ὑποσπάω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.