ψευδάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψευδάρθρωση | οι | ψευδαρθρώσεις |
| γενική | της | ψευδάρθρωσης* | των | ψευδαρθρώσεων |
| αιτιατική | την | ψευδάρθρωση | τις | ψευδαρθρώσεις |
| κλητική | ψευδάρθρωση | ψευδαρθρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδαρθρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευδάρθρωση θηλυκό
- (ιατρική) η αποτυχία σχηματισμού πώρου στην περιοχή ενός κατάγματος, η απουσία πώρωσης ενός κατάγματος
Μεταφράσεις
ψευδάρθρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.