πώρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πώρος οι πώροι
      γενική του πώρου των πώρων
    αιτιατική τον πώρο τους πώρους
     κλητική πώρε πώροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πώρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῶρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πόρος
ομόηχα: Πώρος, πόρος, Πόρος, Πόρρος

Ουσιαστικό

πώρος αρσενικό

  1. (γεωλογία) πωρόλιθος ή (γενικότερα) κάθε πωρώδης πέτρα
  2. (ανατομία) ιστός (χόνδρινος ή οστέινος) που αναπτύσσεται στην περιοχή ενός οστικού κατάγματος και συμβάλλει στην αποκατάστασή του
  3. (ιατρική) η πέτρα των δοντιών
     συνώνυμα: τρυγία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.