πωρόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πωρόω < πῶρος + -όω

Ρήμα

πωρόω

  1. (κυριολεκτικά) σκληραίνω
  2. (κυριολεκτικά) προκαλώ το σχηματισμό πέτρας, πετρώνω
     συνώνυμα: πετρόω, λιθόω
  3. (ιατρική) πωρώνω
  4. παθητική φωνή: πωρόομαι:
    1. πήζω ή γίνομαι παχύρρευστος
    2. σκληραίνω
    3. πετρώνω, γίνομαι απολίθωμα
    4. (μεταφορικά) γίνομαι σκληρός ή αναίσθητος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.