αποκατάσταση
Ρολόι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκατάσταση | οι | αποκαταστάσεις |
| γενική | της | αποκατάστασης* | των | αποκαταστάσεων |
| αιτιατική | την | αποκατάσταση | τις | αποκαταστάσεις |
| κλητική | αποκατάσταση | αποκαταστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαταστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκατάσταση < αρχαία ελληνική ἀποκατάστασις
Ουσιαστικό
αποκατάσταση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάτι που υπέστη ζημιά ή βλάβη επανέρχεται στην προηγούμενη καλή κατάσταση
- η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε ο σεισμός
- η ενέργεια με την οποία κάποιος που έχασε άδικα ή παράνομα τη θέση του (π.χ εξαιτίας μιας δικτατορίας) αποκτά ξανά τα δικαιώματα που έχασε
- (παρωχημένο) ο γάμος, ιδιαίτερα ενός κοριτσιού, με την έννοια της εκπλήρωσης της υποχρέωσης που είχε η οικογένεια
- παλιότερα συνηθιζόταν να μην παντρεύεται το αγόρι, αν δεν είχε προηγουμένως εξασφαλίσει την αποκατάσταση της αδελφής του
- η οικονομική εξασφάλιση
- (ετυμολογία) η επιστημονική υπόθεση για την αρχική μορφή λέξεων, για τύπους λέξεων από νεκρές γλώσσες που δεν μαρτυρούνται από κάποια γραπτή πηγή
Συγγενικά
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- κέντρο αποκατάστασης: λέγεται η κλινική που ειδικεύεται στην αποκατάσταση της υγείας παραπληγικών, ατόμων με σοβαρές βλάβες στην κινητικότητα, όπως θυμάτων εγκεφαλικού επεισοδίου, τροχαίου ατυχήματος κ.λπ.
αποκατεστησε τις ισορροπιες
Μεταφράσεις
αποκατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.