πυροσβέστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυροσβέστης | οι | πυροσβέστες |
| γενική | του | πυροσβέστη | των | πυροσβεστών |
| αιτιατική | τον | πυροσβέστη | τους | πυροσβέστες |
| κλητική | πυροσβέστη | πυροσβέστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈzve.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σβέ‐στης
- παρώνυμο: Πυροβέτσης
Ουσιαστικό

Πυροσβέστες μεταφέρουν ένα τραυματία.
πυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό πυροσβέστρια[3])
- (επάγγελμα) μέλος ομάδας/υπηρεσίας/οργανισμού που έχει επιφορτιστεί με το σβήσιμο πυρκαγιών ή/και εξειδικευμένη παροχή βοήθειας σε περιπτώσεις κινδύνου
- (βαθμός πυροσβεστικής) κατώτερος βαθμός στην ιεραρχία της πυροσβεστικής υπηρεσίας, αντίστοιχος του λοχία στο στρατό
- (μεταφορικά) το πρόσωπο που κατευνάζει τα πνεύματα σε φιλονικίες, συγκρούσεις, τσακωμούς
Σύνθετα
Πολυλεκτικοί όροι
- πυροσβεστική υπηρεσία
- πυροσβεστική φωλιά
- υπαρχιπυροσβέστης (↑ανώτερος)
Μεταφράσεις
πυροσβέστης
|
Αναφορές
- πυροσβέστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.