δασοπυροσβέστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασοπυροσβέστης οι δασοπυροσβέστες
      γενική του δασοπυροσβέστη των δασοπυροσβεστών
    αιτιατική τον δασοπυροσβέστη τους δασοπυροσβέστες
     κλητική δασοπυροσβέστη δασοπυροσβέστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασοπυροσβέστης < δάσ(ος) + -ο- + πυροσβέστης (< πυρο- + σβεσ- (< αρχαία ελληνική σβέννυμι) + -της)

Προφορά

ΔΦΑ : /ða.so.pi.ɾoˈzve.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δασοπυροσβέστης

Ουσιαστικό

Δασοπυροσβέστης αντιμετωπίζει πυρκαγιά σε δάσος.

δασοπυροσβέστης αρσενικό (θηλυκό δασοπυροσβέστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.