πυρόσβεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρόσβεση οι πυροσβέσεις
      γενική της πυρόσβεσης* των πυροσβέσεων
    αιτιατική την πυρόσβεση τις πυροσβέσεις
     κλητική πυρόσβεση πυροσβέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυροσβέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρόσβεση < πυρό- + αρχαία ελληνική σβέ(σις) + -ση [1]
Άσκηση πυρόσβεσης.

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈɾo.zve.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρόσβεση

Ουσιαστικό

πυρόσβεση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πυροσβέστης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.