πυρόσβεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυρόσβεση | οι | πυροσβέσεις |
| γενική | της | πυρόσβεσης* | των | πυροσβέσεων |
| αιτιατική | την | πυρόσβεση | τις | πυροσβέσεις |
| κλητική | πυρόσβεση | πυροσβέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πυροσβέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈɾo.zve.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρό‐σβε‐ση
Αναφορές
- πυρόσβεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
