πυροσβέστη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾoˈzve.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐σβέ‐στη
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πυροσβέστη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του πυροσβέστης
- λόγια μορφή γενικής: (του) πυροσβέστου
Παρώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.