φιλονικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φιλονικία | οι | φιλονικίες |
| γενική | της | φιλονικίας | των | φιλονικιών |
| αιτιατική | τη | φιλονικία | τις | φιλονικίες |
| κλητική | φιλονικία | φιλονικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλονικία < αρχαία ελληνική φιλονικία / φιλονικεία < φιλόνικος / φιλόνεικος < φίλος + νεῖκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.