προσάρτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσάρτηση οι προσαρτήσεις
      γενική της προσάρτησης* των προσαρτήσεων
    αιτιατική την προσάρτηση τις προσαρτήσεις
     κλητική προσάρτηση προσαρτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσαρτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσάρτηση < ελληνιστική κοινή προσάρτησις < αρχαία ελληνική προσαρτάω / προσαρτῶ < πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annexion)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈsaɾ.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσάρτηση
παλιότερος συλλαβισμός: προσάρτηση

Ουσιαστικό

προσάρτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.