σύναψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύναψη οι συνάψεις
      γενική της σύναψης* των συνάψεων
    αιτιατική τη σύναψη τις συνάψεις
     κλητική σύναψη συνάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύναψη < αρχαία ελληνική σύναψις < συνάπτω < σύν + ἅπτω

Ουσιαστικό

σύναψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνάπτω
  2. η γραμμή ή το σημείο ένωσης
     συνώνυμα: αρμός
  3. (νευροεπιστήμη)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.