προσαρτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσαρτώ < αρχαία ελληνική προσαρτάω / προσαρτῶ < πρός + ἀρτάω / ἀρτῶ < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί) (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική annexer)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.saɾˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσαρτώ
παλιότερος συλλαβισμός: προσαρτώ

Ρήμα

προσαρτώ (παθητική φωνή: προσαρτώμαι, προσαρτούμαι)

  1. υπάγω ένα κράτος στην κυριαρχία ενός άλλου μονομερώς και χωρίς τη δική του βούληση ή επιδίωξη
  2. υπάγω μια περιοχή (ή κι ένα κράτος) στην κυριαρχία ενός (άλλου) κράτους με αμοιβαία βούληση ή επιδίωξη
  3. (γενικότερα, λόγιο) συνδέω, συνάπτω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.