αμοιβαία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αμοιβαία < αμοιβαίος
Μεταφράσεις
αμοιβαία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αμοιβαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αμοιβαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμοιβαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.