αμοιβαία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμοιβαία < αμοιβαίος

Επίρρημα

αμοιβαία και αμοιβαίως

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αμοιβαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αμοιβαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμοιβαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.