Άρτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Άρτα | οι | Άρτες |
| γενική | της | Άρτας | των | Αρτών |
| αιτιατική | την | Άρτα | τις | Άρτες |
| κλητική | Άρτα | Άρτες | ||
| συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈaɾ.ta/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άρ‐τα
Εκφράσεις
- (έχει) την Άρτα και τα Γιάννενα
Συγγενικά
- Αρτινός / Αρτινή
- αρτινός
-
Άρτα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Άρτα
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.