υπαγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαγωγή οι υπαγωγές
      γενική της υπαγωγής των υπαγωγών
    αιτιατική την υπαγωγή τις υπαγωγές
     κλητική υπαγωγή υπαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπαγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπαγωγή (βαθμιαία οδήγηση)[1] < ὑπάγω. Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + αγωγή

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pa.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπαγωγή

Ουσιαστικό

υπαγωγή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.