Θεσσαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεσσαλία οι Θεσσαλίες
      γενική της Θεσσαλίας των Θεσσαλιών
    αιτιατική τη Θεσσαλία τις Θεσσαλίες
     κλητική Θεσσαλία Θεσσαλίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεσσαλία < αρχαία ελληνική Θεσσαλία < Θεσσαλός

Κύριο όνομα

Θεσσαλία θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Θεσσᾰλια-
ονομαστική Θεσσαλί
      γενική τῆς Θεσσαλίᾱς
      δοτική τῇ Θεσσαλί
    αιτιατική τὴν Θεσσαλίᾱν
     κλητική ! Θεσσαλί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεσσαλία < Θεσσαλ(ός) + -ία

Κύριο όνομα

Θεσσαλία θηλυκό

  • θεσσαλικός τύπος: Πετθ-  δείτε τη λέξη Πετθαλός
  • αττικός τύπος: Θετταλία
  • ιωνικός τύπος: Θεσσαλίη
  • βοιωτικός τύπος: Φεττ-  δείτε τη λέξη Φετταλός

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.