Θεσσαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Θεσσαλία | οι | Θεσσαλίες |
| γενική | της | Θεσσαλίας | των | Θεσσαλιών |
| αιτιατική | τη | Θεσσαλία | τις | Θεσσαλίες |
| κλητική | Θεσσαλία | Θεσσαλίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θεσσαλία < αρχαία ελληνική Θεσσαλία < Θεσσαλός
Κύριο όνομα
Θεσσαλία θηλυκό
- μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας, βόρεια της Στερεάς Ελλάδας και ανατολικά της Ηπείρου
-
Θεσσαλία στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Θεσσᾰλια- | ||||
| ονομαστική | ἡ | Θεσσαλίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Θεσσαλίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Θεσσαλίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Θεσσαλίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Θεσσαλίᾱ | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θεσσαλία < Θεσσαλ(ός) + -ία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Θεσσαλός
Πηγές
- Θεσσαλία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.