πορφύρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πορφύρα | οι | πορφύρες |
| γενική | της | πορφύρας | των | πορφυρών |
| αιτιατική | την | πορφύρα | τις | πορφύρες |
| κλητική | πορφύρα | πορφύρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πορφύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πορφύρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /poɾˈfi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐φύ‐ρα
Ουσιαστικό

Όστρακο της οικογένειας Muricidae.
πορφύρα θηλυκό
- (ζωολογία) όστρακο που ανήκει στο γένος Murex της οικογένειας Muricidae
- χρωστική ουσία ανεξίτηλου βαθυκόκκινου χρώματος, που παράγεται με κατάλληλη επεξεργασία από το όστρακο που την παράγει
- (χρώμα) το πορφυρό
πορφύρα (χρώμα): - ※ Το πορφυρό χρώμα, γνωστή ως πορφύρα από αρχαιοτάτων χρόνων σαν βασιλική βαφή, ήταν η ωραιότερη και ακριβότερη βαφή. Η πορφύρα θεωρήθηκε από την αρχή ευγενές χρώμα και σύμβολο των θεών και βασιλιάδων. Η λέξη πορφύρα είναι το συνολικό όνομα μιας ομάδας οικογενειακών κοχυλιών, ενώ η παραγωγή τους ήταν πολύ επίπονη και απαιτούνταν μεγάλος αριθμός κοχυλιών και άλλων μαλακίων που συγκεντρώνονταν σταγόνα σταγόνα. (*)
- (συνεκδοχικά) το ένδυμα που έχει βαφεί μ’ αυτό το χρώμα (συνήθως επίσημο βασιλικό)
- (συνεκδοχικά) (κατ’ επέκταση) η βασιλική ή αυτοκρατορική εξουσία
- (ιατρική) δερματοπάθεια κατά την οποία εμφανίζονται μικρές κοκκινωπές κηλίδες
Συγγενικά
-
πορφύρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- πορφύρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.